μολυσμένο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
μολυσμένο
- αιτιατική ενικού του μολυσμένος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του μολυσμένος