μονοσέπαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονοσέπαλος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

μονοσέπαλος, -η, -ο

  1. (βοτανική) του οποίου τα σέπαλα είναι ενωμένα
    μονοσέπαλος κάλυκας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]