μονόξυλον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μονόξυλον < (ελληνιστική κοινή) < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο για την αρχαία ελληνική μονόξυλος (μονόξυλα (εννοείται πλοία). Μορφολογικά αναλύεται σε μονό- + ξύλον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μονόξυλον ουδέτερο

Πηγές[επεξεργασία]