μορέντο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μορέντο < ιταλική morendo (που πεθαίνει) < morire {πεθαίνω)

Επίρρημα[επεξεργασία]

μορέντο

  • (μουσική) (για ήχο) που χαμηλώνει σταδιακά μέχρι να σβήσει εντελώς

Μεταφράσεις[επεξεργασία]