μουνταίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μουνταίνω < μουντός + -αίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

μουνταίνω

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι μουντό
  2. (αμετάβατο) γίνομαι μουντός

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]