μουσταρδί
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]μουσταρδί < μουστάρδ(α) + -ί
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μουσταρδί ουδέτερο, άκλιτο
- (χρώμα) το χρώμα της μουστάρδας («θαμπό», βαθύ κίτρινο)
μουσταρδί < μουστάρδ(α) + -ί
μουσταρδί ουδέτερο, άκλιτο