colour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
colour | colours |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)
- το χρώμα
- το φλάμπουρο
- ↪ Troop the colour. - Φέρε το φλάμπουρο.
- (όροι της πληροφορικής) → δείτε τη λέξη color (αμερικανικό)