colour

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
colour colours

Ετυμολογία [επεξεργασία]

colour < απώτερης αρχής από τη λατινική color

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkʌlə/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

colour (en) (βρετανική γραφή) & color (ΗΠΑ)

  1. το χρώμα
  2. το φλάμπουρο
    Troop the colour. - Φέρε το φλάμπουρο.
  3. (όροι της πληροφορικής) → δείτε τη λέξη color (αμερικανικό)