color
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- color→ δείτε τη λέξη colour
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
color | colors |
color (en)
- αμερικανική γραφή του colour
- (πληροφορική) η λέξη χρώμα σε εντολές και όρους της πληροφορικής γράφεται με την αμερικανική ορθογραφία
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | color |
γ΄ ενικό ενεστώτα | colors |
αόριστος | colored |
παθητική μετοχή | colored |
ενεργητική μετοχή | coloring |
color (en)