colored
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | colored |
συγκριτικός | more colored |
υπερθετικός | most colored |
Επίθετο
[επεξεργασία]colored (en)
- χρωματιστός, που έχει χρώμα
- ⮡ a colored shirt - χρωματιστό πουκάμισο
- ⮡ colored sheets - χρωματιστά σεντόνια
- ⮡ colored glass - χρωματιστό γυαλί
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]colored (en)