μπάρμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπάρμαν < (άμεσο δάνειο) αγγλική barman
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπάρμαν αρσενικό άκλιτο (θηλυκό μπαργούμαν)
- (επάγγελμα) αυτός που δουλεύει σε μπαρ/που φτιάχνει ποτά σε ένα μπαρ
- ※ Με κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν κάπως κοροϊδευτικά, καθώς ο μπάρμαν ξαναγέμιζε το ποτήρι του. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Φυσαλία η καλλιαύχην [διήγημα], 2002)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)