μπάρμαν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Υπεύθυνο άτομο για την προετοιμασία ροφημάτων, ποτών, παγωτών, όλων των παραγγελιών της κάβας καθώς και για τις καθαριότητες στους χώρους παρασκευής , προετοιμασίας ,αποθήκευσης και συντήρησης εξοπλισμού.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπάρμαν < αγγλικά barman, bartender
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπάρμαν ουδέτερο
- αυτός που δουλεύει σε μπαρ/που φτιάχνει ποτά σε ένα μπαρ
- ※ Με κοίταξε με μάτια που σπίθιζαν κάπως κοροϊδευτικά, καθώς ο μπάρμαν ξαναγέμιζε το ποτήρι του. (Δημοσθένης Κούρτοβικ, Φυσαλία η καλλιαύχην [διήγημα])