μπεστ σέλερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μπεστ σέλερ < αγγλική best-seller
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπεστ σέλερ ουδέτερο άκλιτο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπεστ σέλερ