μπορ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπορ < (λόγιο δάνειο) γαλλική bord [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπορ ουδέτερο άκλιτο

  • (ενδυμασία) ο γύρος του καπέλου, το κυκλικό τμήμα του που προεξέχει ολόγυρα και δημιουργεί σκιά

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]