bord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
bord bords

bord (fr) αρσενικό

  1. η άκρη
  2. η περιφέρεια ενός κυκλικού αντικειμένου, πχ ενός πιάτου
  3. το μπορ, ο γύρος του καπέλου



Δανικά (da)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bord (no) ουδέτερο



Ιρλανδικά γαελικά (ga)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bord (ga)



Νορβηγικά (no)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bord (no) ουδέτερο



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bord (nl) ουδέτερο



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

bord (sv) ουδέτερο