μυγιάζομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μυγιάζομαι < μύγα + -ιάζομαι

Ρήμα[επεξεργασία]

μυγιάζομαι (αποθετικό)

  1. (κυριολεκτικά, οικείο) ενοχλούμαι από μύγες (συνήθως για ζώα)
  2. (μεταφορικά, οικείο) θίγομαι με την παραμικρή αφορμή

Παροιμίες[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]