ναυμαχώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ναυμαχώ < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ναυμαχώ
- διεξάγω πολεμική επιχείρηση εναντίον κάποιου με τα πλοία στη θάλασσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ναυμαχώ