ναυμαχώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ναυμαχώ < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /nav.maˈxo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ναυμαχώ

  • διεξάγω πολεμική επιχείρηση εναντίον κάποιου με τα πλοία στη θάλασσα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]