νιόφερτων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
νιόφερτων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του νιόφερτος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του νιόφερτος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του νιόφερτος