ντοματάκια
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /do.maˈta.ca/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ντοματάκια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ντοματάκι