ξανασαίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξανασαίνω < ξε- + ανασαίνω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξανασαίνω

  1. (οικείο) ξεκουράζομαι, αναπαύομαι
    κάτσε να ξανασάνεις λίγο και ξαναφεύγεις μετά
  2. (μεταφορικά) παίρνω ανάσα, ανακουφίζομαι ηθικά

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]