ξελέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελέω
- αναιρώ κάτι που έχω πει, κάτι που έχω συμφωνήσει ή που έχω υποσχεθεί
- είπα, ξείπα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελέω
|