ξελέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελέω < ξε- + λέω

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελέω

  1. αναιρώ κάτι που έχω πει, κάτι που έχω συμφωνήσει ή που έχω υποσχεθεί
    είπα, ξείπα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]