ξελαιμιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ξελαιμιάζω, πρτ.: ξελαίμιαζα, στ.μέλλ.: θα ξελαιμιάσω, αόρ.: ξελαίμιασα, παθ.φωνή: ξελαιμιάζομαι, μτχ.π.π.: ξελαιμιασμένος
- κρατώ το κεφάλι κάποιου άλλου σε άβολη θέση
- Με ξελαίμιασε ο οδοντίατρος σήμερα
- Φοβερός αγώνας! Του' κανε στο τέλος μια λαβή τρομερή και τον ξελαίμιασε!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ξελαιμιάζω
|