ξελαιμιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξελαιμιάζω < ξε= + λαιμός

Ρήμα[επεξεργασία]

ξελαιμιάζω, πρτ.: ξελαίμιαζα, στ.μέλλ.: θα ξελαιμιάσω, αόρ.: ξελαίμιασα, παθ.φωνή: ξελαιμιάζομαι, μτχ.π.π.: ξελαιμιασμένος

  1. κρατώ το κεφάλι κάποιου άλλου σε άβολη θέση
    Με ξελαίμιασε ο οδοντίατρος σήμερα
    Φοβερός αγώνας! Του' κανε στο τέλος μια λαβή τρομερή και τον ξελαίμιασε!

Μεταφράσεις[επεξεργασία]