ξετρυπάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξετρυπάω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ξετρυπάω, στ.μέλλ.: θα ξετρυπήσω, αόρ.: ξετρύπησα, μτχ.π.π.: ξετρυπημένος

  • (οικείο) τρυπάω μέχρι το πίσω μέρος της επιφάνειας, τρυπάω πέρα για πέρα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]