Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξετυλίγομαι

Από Βικιλεξικό

ξετυλίγομαι

  • όταν ξετυλίχτηκε το νήμα
  • δεν το πακετάρισες καλά και ξετυλίχτηκε

Συγγενικά

[επεξεργασία]