ξεφτέρια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ξεφτέρια < από τις έξη φτερούγες των Σεραφείμ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ξεφτέρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα με τα Σεραφείμ
  2. για το ξεφτέρι δείτε το αντίστοιχο λήμμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

ξεφτέρια

το ξεφτέρι στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού