ξεφτέρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξεφτέρια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα εξαπτέρυγα, τα λάβαρα με τα Σεραφείμ
- για το ξεφτέρι δείτε το αντίστοιχο λήμμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξεφτέρια
|
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]ξεφτέρια
- το ξεφτέρι στην ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού