ξυλοπόδαρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ksi.loˈpo.ða.ɾa/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ξυλοπόδαρα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ξυλοπόδαρο