οίαξ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: οἴαξ, Οἴαξ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
οίαξ < αρχαία ελληνική οἴαξ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

οίαξ αρσενικό

  1. (αρχαιοπρεπές) το δοιάκι, η λαγουδέρα, η λαβή του πηδαλίου
  2. (συνεκδοχικά) το πηδάλιο του πλοίου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]