ομιτζί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επιφώνημα[επεξεργασία]
ομιτζί (en)
- (διαδικτυακή αργκό) επιφώνημα που δηλώνει έκπληξη, αποδοκιμασία, θαυμασμό κ.ά.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομιτζί
|