οπισθοβατώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οπισθοβατώ < οπισθοβάτ(ης) + -ώ (μαρτυρείται από το 1861)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /o.pi.sθo.vaˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πι‐σθο‐βα‐τώ
Ρήμα[επεξεργασία]
οπισθοβατώ
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οπισθοβατώ
|
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ. 733, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- οπισθοβατώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)