οπισθοδρομήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
οπισθοδρομήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος οπισθοδρομώ
- θα οπισθοδρομήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος οπισθοδρομώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
οπισθοδρομήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του οπισθοδρόμηση