οπτική ίνα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- οπτική ίνα : → δείτε τις λέξεις οπτικός και ίνα (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική optical fibre)

Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]οπτική ίνα θηλυκό
- (τηλεπικοινωνίες) λεπτός, εύκαμπτος αγωγός από γυαλί ή πλαστικό, σχεδιασμένος να μεταφέρει σήματα φωτός σε μεγάλες αποστάσεις με ελάχιστη απώλεια, αξιοποιούμενος κυρίως στις τηλεπικοινωνίες και στη μετάδοση δεδομένων υψηλής ταχύτητας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] οπτική ίνα
Κατηγορίες:
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)