οροθοπεδικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οροθοπεδικά < ορθοπεδικός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
οροθοπεδικά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οροθοπεδικά
→ δείτε τη λέξη ορθοπαιδικά |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
οροθοπεδικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του ορθοπεδικός