ορύττω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ορύττω < αρχαία ελληνική ὀρύττω / ὀρύσσω
Ρήμα[επεξεργασία]
ορύττω
- (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του ορύσσω, σκάβω, διορύσσω