ουσιωδώς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ουσιωδώς < ελληνιστική κοινή οὐσιωδῶς < οὐσιώδης < αρχαία ελληνική οὐσία

Επίρρημα[επεξεργασία]

ουσιωδώς

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]