πάννυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πάννυχος < παν- + νύξ

Επίθετο[επεξεργασία]

πάννυχος -ος -ον

  1. που διαρκεί όλη τη νύχτα, ολονύκτιος
  2. (ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σε πρόσωπα) για όλη τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: παννύχιος