παννύχιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παννύχιος < παν- + νύξ

Επίθετο

[επεξεργασία]

παννύχιος -ος -ον

  1. (ως επιρρηματικό κατηγορούμενο σε πρόσωπα) για όλη τη διάρκεια της νύχτας
     συνώνυμα: πάννυχος