πάτα κιούτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάτα κιούτα < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]πάτα κιούτα
- (λαϊκότροπο) αμέσως, πολύ γρήγορα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τους όρους αμέσως και στο άψε σβήσε
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάτα κιούτα
|
Πηγές
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται πηγή ή παράθεμα)