παντελονιάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παντελονιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pan.de.loˈɲa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ντε‐λο‐νιά‐ζω
Ρήμα[επεξεργασία]
παντελονιάζω
- (προφορικό) εισπράττω χρήματα
- ※ Ντρέπομαι πολύ, υποκρίνομαι λίγο -και για λίγο- ότι δεν υπάρχει λόγος να θεωρεί ότι την έχω ανάγκη ακόμη και, μετά, τα ‘παντελονιάζω’ κανονικά και με το νόμο. (https://www.oneman.gr/opinions/pws-einai-na-pairnw-xartziliki-apo-th-mana-moy-sta-40/)
Κλίση[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παντελονιάζω
→ δείτε τη λέξη εισπράττω |