παππάδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
παππάδες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παππάς
- άλλη γραφή: παπάδες
Δείτε επίσης : Παππάδες |
παππάδες αρσενικό