παραμικρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παραμικρά < παραμικρός + -ά
Επίρρημα[επεξεργασία]
παραμικρά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παραμικρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
παραμικρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραμικρός