παρολί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
παρολί < γαλλική paroli < ιταλική parole

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

παρολί ουδέτερο άκλιτο

  • στοίχημα που μεταφέρεται από την πρώτη ιπποδρομία στην δεύτερη και πολλαπλασιάζεται από τη μία στην άλλη (ιπποδρομία)

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]