paroli
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
paroli | parolis |
paroli (fr) αρσενικό
- το παρολί (είδος στοιχήματος)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ρήμα paroli | |||
χρόνος | μορφή | ενεργητική μετοχή |
παθητική μετοχή |
---|---|---|---|
ενεστώτας | parolas | parolanta | parolata |
αόριστος | parolis | parolinta | parolita |
μέλλοντας | parolos | parolonta | parolota |
υποθετική | parolus | - | - |
προστακτική | parolu | - | - |
paroli (eo)