Μετάβαση στο περιεχόμενο

paroli

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
paroli parolis

paroli (fr) αρσενικό



ρήμα paroli
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας parolas parolanta parolata
αόριστος parolis parolinta parolita
μέλλοντας parolos parolonta parolota
υποθετική parolus - -
προστακτική parolu - -

paroli (eo)