παρσέκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παρσέκ < γαλλική parsec < parallaxe seconde
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]παρσέκ ουδέτερο άκλιτο
- (αστρονομία) μονάδα μέτρησης των αποστάσεων που ισούται με 3,26 έτη φωτός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- παρσέκ στη Βικιπαίδεια