πεζογραφώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πεζογραφώ < πεζογράφος +

Ρήμα[επεξεργασία]

πεζογραφώ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]