πενηντάλεπτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]πενηντάλεπτα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πενηντάλεπτο
πενηντάλεπτα ουδέτερο