πενηντάλεπτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πενηντάλεπτο | τα | πενηντάλεπτα |
γενική | του | πενηντάλεπτου & πενηνταλέπτου |
των | πενηντάλεπτων & πενηνταλέπτων |
αιτιατική | το | πενηντάλεπτο | τα | πενηντάλεπτα |
κλητική | πενηντάλεπτο | πενηντάλεπτα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πενηντάλεπτο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου πενηντάλεπτος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.ninˈda.le.pto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐νη‐ντά‐λε‐πτο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πενηντάλεπτο ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] νόμισμα
|
χρονική διάρκεια
|