περιελίξεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
περιελίξεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος περιελίσσω
- θα περιελίξεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος περιελίσσω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
περιελίξεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του περιέλιξη