περκάτσο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περκάτσο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περκάτσο ουδέτερο

  • όφελος, κέρδος
    ※  16ος/17ος αιώνας Γεώργιος Χορτάτσης, Πανώρια, Πράξη Γ', στίχ. 330 (327-330)
    Τοῦτα τὰ λόγι᾽ ἂς πάψωμε κι᾿ ἂς ἔρθωμεν εἰς ἄλλο.
    Πότες μ᾿ ἀφήνεις μιὰ φορὰ τὰ βούγια μου νὰ βάλω
    νὰ βοσκηθοῦ, Φροσύνη μου, στὴν ἀποκαλαμέ σου
    μὲ τὸ περκάτσο σου κ' ἐσὺ καὶ μὲ τσὶ πλερωμές σου;
    Κριαράς Εμμανουήλ, Γεωργίου Χορτάτση, Πανώρια. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σχόλια και λεξιλόγιο Εμμανουήλ Κριαρά, Βυζαντινή και Νεοελληνική Βιβλιοθήκη, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 130

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]