πετροχημικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

πετροχημικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • τα χημικά παράγωγα του πετρελαίου (πλαστικά, συνθετικό καουτσούκ κ.α.)

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

πετροχημικά