πιστωτικές κάρτες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου[επεξεργασία]
πιστωτικές κάρτες θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πιστωτική κάρτα