πιττάκιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πιττάκιν < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πιττάκιον, άγνωστης ετυμολογίας. Δε σχετίζεται με την πίσσα < πίττα.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πιττάκιν ουδέτερο
- επιστολή, γραπτό μήνυμα
- ερωτικό γράμμα
- επίσημη γραπτή πρόταση γάμου
- επίσημη αυτοκρατορική ή εκκλησιαστική επιστολή
- ※ απόσπασμα του ⌘«Χρονικού του Μορέως» [μεταγραφή σε μονοτονικό], στην έκδοση του Jean Alexandre Buchon. Chroniques étrangers relatives aux expéditions françaises, pendant le XIIIe siècle. Desrez, 1841 σελ.147
- Πιτάκια εβάσταζαν, και επροσκόμισάν τα, Τα εγράφασι και ελέγασιν όλα να τα πιστεύση, Τα θέλουσιν αφηγηθή και εκ στόματος λαλήση. Αφών γαρ επαράλαβεν ο ρήγας τα πιτάκια, ορίζει ο ρήγας φέρνουν τους εις τόπον κατ' ιδίαν.
- ⇘ νέα ελληνικά: πιττάκιο
- (στο Βυζάντιο) → δείτε τη μορφή πιττάκιον [1] μικρός πίνακας για τη γραφή αναφορών που αφορούσαν τις υπηρεσίες του παλατιού, ή όπου οι πολίτες έγραφαν αναφορές τους προς τον αυτοκράτορα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- Και με ένα ταυ: πιτάκιν, πιτάκια
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
- πιτάκια (πληθυντικός)
[επεξεργασία]
- πιττακίτσιν (υποκοριστικό)
- πιττακιογραφέω
- πιττακοκομιστής
- πιττακοφόρος
- πιττακώνω
- πιττακωσία
- → δείτε τα το λήμμα πίττα / πίσσα (με διαφορετική σημασία)
- → δείτε και το ελλνηνιστικό πιττάκιον
[επεξεργασία]
- ↑ «πιττάκιο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές[επεξεργασία]
- πιττάκιν - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ.229, Τόμος 16 - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.