πλαστικοποιημένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]πλαστικοποιημένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του πλαστικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του πλαστικοποιημένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πλαστικοποιημένος